Поиск в словарях
Искать во всех

Русско-новогреческий словарь - дом

 

Перевод с русского языка дом на греческий

дом
дом

м

1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο{ν}:

жилой ~ ἡ κατοικία· многоквартирный ~ ἡ πολυκατοικία· многоэтажный ~ τό πολυόροφο σπίτι·

2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:

из ~у ἀπό τό σπίτι· доставка на ~ ἡ διανομή κατ' οίκον

3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:

хозяин ~а ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по ~у ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·

4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:

~ ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· ~ культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ ~ пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· ~ отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный ~ τό μαιευτήριο· детский ~ τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο{ν}· (заведение, предприятие) уст.:

торговый ~ ὁ ἐμπορικός οίκος· ~ умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный ~ τό σωφρονιστήριο·

6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный ~ τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный ~ τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на ~у ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по ~ам πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне ~а ἔξωἀπό τό σπίτι.

Рейтинг статьи:
Комментарии:

См. в других словарях

1.
  дом м 1) το σπίτι жилой ~ η κατοικία многоэтажный ~ η πολυκατοικία 2) (учреж дение) το χτίριο ~ учёных о οίκος του επιστήμονα ~ культуры το σπίτι πολιτισ μού ~ отдыха το σπίτι ανά παυσης, το αναπαυτήριο' ~ пионеров το μέγαρο των πιο νέρων торговый ~ о εμπορι κός είκος ~ для престаре лых το γηροκομείο ...
Русско-греческий словарь (Сальнов)

Вопрос-ответ:

Ссылка для сайта или блога:
Ссылка для форума (bb-код):

Самые популярные термины